- γραπώνομαι
- (bir şeye) yapışmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γραπώνομαι — γραπώνομαι, γραπώθηκα, γραπωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γαντζώνω — γάντζωσα, γαντζώθηκα, γαντζωμένος 1. πιάνω κάτι με γάντζο. 2. μτφ., αρπάζομαι, γραπώνομαι: Το παιδί τρομαγμένο γαντζώθηκε στη μάνα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)